Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tipògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈpɔgrafo]

τυπογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tipografico tipologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tipizzazione (θηλ.ουσ)
tipo (ουσ αρσ )
tipografia (θηλ.ουσ)
tipograficamente (επίρ.)
tipografico (επίθ.)
tipografo (ουσ αρσ )
tipologia (θηλ.ουσ)
tipologico (επίθ.)
tipometria (θηλ.ουσ)
tipometro (ουσ αρσ )
tiptologia (θηλ.ουσ)
tipula (θηλ.ουσ)
tirabaci (ουσ αρσ )
tirabozze (ουσ αρσ και θηλ.)
tirabrace (ουσ αρσ )
tirabusciò (ουσ αρσ )
tiraggio (ουσ αρσ )
tiralatte (ουσ αρσ )
tiralinee (ουσ αρσ )
tiramisù (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---