Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tiosolfàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiosolˈfato]

θειώδες άλας ή εστέρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tiorbista tipaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tintorio (επίθ.)
tintura (θηλ.ουσ)
tiofene (ουσ αρσ )
tiorba (θηλ.ουσ)
tiorbista (ουσ αρσ και θηλ.)
tiosolfato (ουσ αρσ )
tipaccio (ουσ αρσ )
tipicamente (επίρ.)
tipicità (θηλ.ουσ)
tipico (επίθ.)
tipizzare (ρ. μτβ.)
tipizzazione (θηλ.ουσ)
tipo (ουσ αρσ )
tipografia (θηλ.ουσ)
tipograficamente (επίρ.)
tipografico (επίθ.)
tipografo (ουσ αρσ )
tipologia (θηλ.ουσ)
tipologico (επίθ.)
tipometria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---