Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtinto]

1 χρωματισμένος ελαφρά
2 μπογιατισμένος
3 βαμμένος
4 μουντζουρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tintinno tintore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tinteggiatura (θηλ.ουσ)
tintinnabolo (ουσ αρσ )
tintinnare (ρ.αμτβ.)
tintinnio (ουσ αρσ )
tintinno (ουσ αρσ )
tinto (επίθ.)
tintore (ουσ αρσ )
tintoria (θηλ.ουσ)
tintorio (επίθ.)
tintura (θηλ.ουσ)
tiofene (ουσ αρσ )
tiorba (θηλ.ουσ)
tiorbista (ουσ αρσ και θηλ.)
tiosolfato (ουσ αρσ )
tipaccio (ουσ αρσ )
tipicamente (επίρ.)
tipicità (θηλ.ουσ)
tipico (επίθ.)
tipizzare (ρ. μτβ.)
tipizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---