Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtimpanìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [timpaˈnite] 1 τυμπανισμός 2 μέση ωτίτιδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |