Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtingitùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tinʤiˈtura] 1 μπογιάτισμα 2 μπογιάντισμα 3 βάψη 4 χρώση 5 χρωματισμός 6 βαφή 7 βάψιμο 8 χρωμάτισμα 9 βαφική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |