ItalianoGreco


tìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtino]

1 μαστέλο
2 κάδος
3 πηγάδι ορυχείου
4 βαρέλα για κρασί ή μπύρα
5 πατητήρι
6 βαρέλι ζύμωσης μούστου
7 σταφυλοπιεστήριο
8 ληνός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---