Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


timóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈmone]

το τιμόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  timoma timoniera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


barra [θηλ.] del timone = το δοιάκι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

timo (ουσ αρσ )
timocratico (επίθ.)
timocrazia (θηλ.ουσ)
timolo (ουσ αρσ )
timoma (ουσ αρσ )
timone (ουσ αρσ )
timoniera (θηλ.ουσ)
timoniere (ουσ αρσ )
timoniero (επίθ.)
timorato (επίθ.)
timore (ουσ αρσ )
timorosamente (επίρ.)
timoroso (επίθ.)
Timoteo (κύρ.όν. αρσ.)
timpanico (επίθ.)
timpanismo (ουσ αρσ )
timpanista (ουσ αρσ και θηλ.)
timpanite (θηλ.ουσ)
timpano (ουσ αρσ )
tinca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---