Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtimóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tiˈmone] το τιμόνι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbarra [θηλ.] del timone = το δοιάκι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |