Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


timocràtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [timoˈkratiko]

1 ο της απονομής αξιωμάτων ανάλογα με την περιουσία
2 ο της τιμοκρατίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  timo timocrazia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

timidamente (επίρ.)
timidezza (θηλ.ουσ)
timido (ουσ αρσ )
timido (επίθ.)
timo (ουσ αρσ )
timocratico (επίθ.)
timocrazia (θηλ.ουσ)
timolo (ουσ αρσ )
timoma (ουσ αρσ )
timone (ουσ αρσ )
timoniera (θηλ.ουσ)
timoniere (ουσ αρσ )
timoniero (επίθ.)
timorato (επίθ.)
timore (ουσ αρσ )
timorosamente (επίρ.)
timoroso (επίθ.)
Timoteo (κύρ.όν. αρσ.)
timpanico (επίθ.)
timpanismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---