ItalianoGreco


timocràtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [timoˈkratiko]

1 ο της απονομής αξιωμάτων ανάλογα με την περιουσία
2 ο της τιμοκρατίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---