Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtìmico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtimiko] 1 ο του θύμου (αδένα) 2 σχετικός με θύμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |