Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tempàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [temˈpatʧo]

1 κακός καιρός
2 βρομόκαιρος
3 παλιόκαιρος
4 βροχερός ή άστατος καιρός
5 διαβολόκαιρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  temolo tempaiuolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temerità (θηλ.ουσ)
temi (θηλ.ουσ)
temibile (επίθ.)
Temistocle (κύρ.όν. αρσ.)
temolo (ουσ αρσ )
tempaccio (ουσ αρσ )
tempaiuolo (αρσ. επίθ και ουσ)
tempario (ουσ αρσ )
tempera (θηλ.ουσ)
temperalapis (ουσ αρσ )
temperamatite (ουσ αρσ )
temperamento (ουσ αρσ )
temperante (επίθ.)
temperantemente (επίρ.)
temperanza (θηλ.ουσ)
temperare (ρ. μτβ.)
temperarsi (ρ.μ. (αντων.))
temperato (επίθ.)
temperatura (θηλ.ουσ)
temperie (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---