Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


temerità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [temeriˈta]

1 αποκοτιά
2 παρακινδύνευση
3 αφοβία
4 αψηφισιά
5 τόλμη
6 αφοβησιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  temere temi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temerariamente (επίρ.)
temerarietà (θηλ.ουσ)
temerario (ουσ αρσ )
temerario (επίθ.)
temere (ρ.αμτβ.)
temerità (θηλ.ουσ)
temi (θηλ.ουσ)
temibile (επίθ.)
Temistocle (κύρ.όν. αρσ.)
temolo (ουσ αρσ )
tempaccio (ουσ αρσ )
tempaiuolo (αρσ. επίθ και ουσ)
tempario (ουσ αρσ )
tempera (θηλ.ουσ)
temperalapis (ουσ αρσ )
temperamatite (ουσ αρσ )
temperamento (ουσ αρσ )
temperante (επίθ.)
temperantemente (επίρ.)
temperanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---