Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


temerariaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [temerarjaˈmente]

1 αψήφιστα
2 άφοβα
3 απερίσκεπτα
4 απόκοτα
5 τολμηρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tematico temerarietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teloslitta (θηλ.ουσ)
tema (ουσ αρσ )
tema (θηλ.ουσ)
tematica (θηλ.ουσ)
tematico (επίθ.)
temerariamente (επίρ.)
temerarietà (θηλ.ουσ)
temerario (ουσ αρσ )
temerario (επίθ.)
temere (ρ.αμτβ.)
temerità (θηλ.ουσ)
temi (θηλ.ουσ)
temibile (επίθ.)
Temistocle (κύρ.όν. αρσ.)
temolo (ουσ αρσ )
tempaccio (ουσ αρσ )
tempaiuolo (αρσ. επίθ και ουσ)
tempario (ουσ αρσ )
tempera (θηλ.ουσ)
temperalapis (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---