Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


temeràrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [temeˈrarjo]

1 απόκοτος άνθρωπος
2 απερίσκεπτα τολμηρός άνθρωπος

temeràrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [temeˈrarjo]

1 επικίνδυνος
2 απόκοτος
3 παλαβός
4 ριψοκίνδυνος
5 παρακινδυνευτικός
6 απερίσκεπτος
7 παράτολμος
8 απερίσκεπτα τολμηρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  temerarietà temere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tema (θηλ.ουσ)
tematica (θηλ.ουσ)
tematico (επίθ.)
temerariamente (επίρ.)
temerarietà (θηλ.ουσ)
temerario (ουσ αρσ )
temerario (επίθ.)
temere (ρ.αμτβ.)
temerità (θηλ.ουσ)
temi (θηλ.ουσ)
temibile (επίθ.)
Temistocle (κύρ.όν. αρσ.)
temolo (ουσ αρσ )
tempaccio (ουσ αρσ )
tempaiuolo (αρσ. επίθ και ουσ)
tempario (ουσ αρσ )
tempera (θηλ.ουσ)
temperalapis (ουσ αρσ )
temperamatite (ουσ αρσ )
temperamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---