ItalianoGreco


sudditànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suddiˈtantsa]

1 ανδραπόδιση
2 καθυπόταξη
3 σκλάβωμα
4 κυρίευση
5 υπόταξη
6 υποταγή
7 υποδούλωση
8 εξανδραποδισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---