Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suddelegàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [suddeleˈgare]

1 μεταβιβάζω αρμοδιότητες
2 εξουσιοδοτώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sudcoreano suddetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sudata (θηλ.ουσ)
sudaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
sudato (επίθ.)
sudcoreano (ουσ αρσ )
sudcoreano (επίθ.)
suddelegare (ρ. μτβ.)
suddetto (επίθ.)
suddiaconato (ουσ αρσ )
suddiacono (ουσ αρσ )
suddistinguere (ρ. μτβ.)
sudditanza (θηλ.ουσ)
suddito (αρσ. επίθ και ουσ)
suddividere (ρ. μτβ.)
suddivisibile (επίθ.)
suddivisione (θηλ.ουσ)
sudest, sud–est (ουσ αρσ )
sudiceria (θηλ.ουσ)
sudiciamente (επίρ.)
sudicio (ουσ αρσ )
sudicio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---