Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsùdicio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsudiʧo] 1 χυδαιολογία 2 ανηθικότητα 3 έκλυση 4 ρυπαρότητα 5 ακαθαρσία 6 βρόμα sùdicio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsudiʧo] βρωμερός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |