Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsudorazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sudoratˈtsjone] 1 έκκριση ιδρώτα 2 ίδρωμα 3 ιδρωτοποιία 4 ίδρωση 5 εξίδρωμα 6 αφίδρωση 7 εφίδρωση 8 εξίδρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |