Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sudiciùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sudiˈʧume]

1 βρώμα
2 ποταπότητα
3 βρωμιά
4 λέρα
5 αισχρότητα
6 ακαθαρσία
7 βρωμερότητα
8 χυδαιότητα
9 ρυπαρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sudicione sudista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sudiciamente (επίρ.)
sudicio (ουσ αρσ )
sudicio (επίθ.)
sudiciona (θηλ.ουσ)
sudicione (αρσ. επίθ και ουσ)
sudiciume (ουσ αρσ )
sudista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sudorazione (θηλ.ουσ)
sudore (ουσ αρσ )
sudorifero (επίθ.)
sudorifico (επίθ.)
sudoriparo (επίθ.)
sudovest, sud–ovest (ουσ αρσ )
sudvietnamita (ουσ αρσ και θηλ.)
sudvietnamita (επίθ.)
suesposto (επίθ.)
sufficiente (επίθ.)
sufficientemente (επίρ.)
sufficienza (θηλ.ουσ)
suffisso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---