Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sudorìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sudoˈrifero]

1 εφιδρωτικός
2 ιδρωτοποιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sudore sudorifico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sudicione (αρσ. επίθ και ουσ)
sudiciume (ουσ αρσ )
sudista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sudorazione (θηλ.ουσ)
sudore (ουσ αρσ )
sudorifero (επίθ.)
sudorifico (επίθ.)
sudoriparo (επίθ.)
sudovest, sud–ovest (ουσ αρσ )
sudvietnamita (ουσ αρσ και θηλ.)
sudvietnamita (επίθ.)
suesposto (επίθ.)
sufficiente (επίθ.)
sufficientemente (επίρ.)
sufficienza (θηλ.ουσ)
suffisso (αρσ. επίθ και ουσ)
suffraganeità (θηλ.ουσ)
suffraganeo (επίθ.)
suffragare (ρ. μτβ.)
suffragazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---