Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suffragazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suffragatˈtsjone]

1 μεσολάβηση (στο Θεό)
2 υποστήριξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suffragare suffragetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sufficienza (θηλ.ουσ)
suffisso (αρσ. επίθ και ουσ)
suffraganeità (θηλ.ουσ)
suffraganeo (επίθ.)
suffragare (ρ. μτβ.)
suffragazione (θηλ.ουσ)
suffragetta (θηλ.ουσ)
suffragio (ουσ αρσ )
suffragista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
suffrutice (ουσ αρσ )
suffruticoso (επίθ.)
suffumicamento (ουσ αρσ )
suffumicare (ρ. μτβ.)
suffumigio (ουσ αρσ )
suggellare (ρ. μτβ.)
suggello (ουσ αρσ )
suggerimento (ουσ αρσ )
suggerire (ρ. μτβ.)
suggeritore (αρσ. επίθ και ουσ)
suggestionabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---