Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sùddito  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsuddito]

υπήκοος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sudditanza suddividere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suddetto (επίθ.)
suddiaconato (ουσ αρσ )
suddiacono (ουσ αρσ )
suddistinguere (ρ. μτβ.)
sudditanza (θηλ.ουσ)
suddito (αρσ. επίθ και ουσ)
suddividere (ρ. μτβ.)
suddivisibile (επίθ.)
suddivisione (θηλ.ουσ)
sudest, sud–est (ουσ αρσ )
sudiceria (θηλ.ουσ)
sudiciamente (επίρ.)
sudicio (ουσ αρσ )
sudicio (επίθ.)
sudiciona (θηλ.ουσ)
sudicione (αρσ. επίθ και ουσ)
sudiciume (ουσ αρσ )
sudista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sudorazione (θηλ.ουσ)
sudore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---