Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subordinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [subordiˈnare]

1 θέτω υπό όρους
2 υποτάσσω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subordinante subordinata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subnormale (επίθ.)
suboceanico (επίθ.)
subodorare (ρ. μτβ.)
suborbitale (επίθ.)
subordinante (επίθ.)
subordinare (ρ. μτβ.)
subordinata (θηλ.ουσ)
subordinatamente (επίρ.)
subordinativo (επίθ.)
subordinato (αρσ. επίθ και ουσ)
subordinazione (θηλ.ουσ)
subornare (ρ. μτβ.)
subornatore (ουσ αρσ )
subornazione (θηλ.ουσ)
subpolare (επίθ.)
subroutine (ουσ αρσ )
subsidente (επίθ.)
subsidenza (θηλ.ουσ)
subsonico (επίθ.)
subtropicale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---