Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subornàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [suborˈnare]

1 αγοράζω μάρτυρα για ψευδομαρτυρία
2 παρακινώ σε ψευδομαρτυρία
3 δωροδοκώ μάρτυρα για ψευδορκία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subordinazione subornatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subordinata (θηλ.ουσ)
subordinatamente (επίρ.)
subordinativo (επίθ.)
subordinato (αρσ. επίθ και ουσ)
subordinazione (θηλ.ουσ)
subornare (ρ. μτβ.)
subornatore (ουσ αρσ )
subornazione (θηλ.ουσ)
subpolare (επίθ.)
subroutine (ουσ αρσ )
subsidente (επίθ.)
subsidenza (θηλ.ουσ)
subsonico (επίθ.)
subtropicale (επίθ.)
subumano (επίθ.)
suburbano (επίθ.)
suburbio (ουσ αρσ )
suburra (θηλ.ουσ)
succedaneo (επίθ.)
succedere (ρ. απρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---