Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subornatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [subornaˈtore]

1 εξαγοράζων
2 δωροδοκών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subornare subornazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subordinatamente (επίρ.)
subordinativo (επίθ.)
subordinato (αρσ. επίθ και ουσ)
subordinazione (θηλ.ουσ)
subornare (ρ. μτβ.)
subornatore (ουσ αρσ )
subornazione (θηλ.ουσ)
subpolare (επίθ.)
subroutine (ουσ αρσ )
subsidente (επίθ.)
subsidenza (θηλ.ουσ)
subsonico (επίθ.)
subtropicale (επίθ.)
subumano (επίθ.)
suburbano (επίθ.)
suburbio (ουσ αρσ )
suburra (θηλ.ουσ)
succedaneo (επίθ.)
succedere (ρ. απρ.)
successibile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---