Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


successìbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sutʧesˈsibile]

φυσικός διάδοχος

successìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sutʧesˈsibile]

προορισμένος να διαδεχθεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  succedere successione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suburbano (επίθ.)
suburbio (ουσ αρσ )
suburra (θηλ.ουσ)
succedaneo (επίθ.)
succedere (ρ. απρ.)
successibile (ουσ αρσ )
successibile (επίθ.)
successione (θηλ.ουσ)
successivamente (επίρ.)
successivo (επίθ.)
successo (ουσ αρσ )
successore (ουσ αρσ )
successorio (επίθ.)
succhiamento (ουσ αρσ )
succhiare (ρ. μτβ.)
succhiata (θηλ.ουσ)
succhiatoio (ουσ αρσ )
succhiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
succhiellamento (ουσ αρσ )
succhiellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---