Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


succhiàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sukˈkjata]

1 βύζαγμα
2 ρόφηση
3 θηλασμός
4 θήλασμα
5 ρουφηξιά
6 απομύζηση
7 ρούφηγμα
8 πιπίλισμα
9 μύζηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  succhiare succhiatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

successo (ουσ αρσ )
successore (ουσ αρσ )
successorio (επίθ.)
succhiamento (ουσ αρσ )
succhiare (ρ. μτβ.)
succhiata (θηλ.ουσ)
succhiatoio (ουσ αρσ )
succhiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
succhiellamento (ουσ αρσ )
succhiellare (ρ. μτβ.)
succhiello (ουσ αρσ )
succhio (ουσ αρσ )
succhione (ουσ αρσ )
succhiotto (ουσ αρσ )
succiacapre (ουσ αρσ )
succiamele (ουσ αρσ )
succingere (ρ. μτβ.)
succinico (επίθ.)
succino (ουσ αρσ )
succintamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---