Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


succiamèle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sutʧaˈmɛle]

φυτό οικογένειας orobanchaceae


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  succiacapre succingere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

succhiello (ουσ αρσ )
succhio (ουσ αρσ )
succhione (ουσ αρσ )
succhiotto (ουσ αρσ )
succiacapre (ουσ αρσ )
succiamele (ουσ αρσ )
succingere (ρ. μτβ.)
succinico (επίθ.)
succino (ουσ αρσ )
succintamente (επίρ.)
succintezza (θηλ.ουσ)
succinto (επίθ.)
succitato (επίθ.)
succo (ουσ αρσ )
succosamente (επίρ.)
succosità (θηλ.ουσ)
succoso (επίθ.)
succube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
succulento (επίθ.)
succursale (θηλ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---