Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsùcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsukkjo] 1 χυμός δέντρου 2 οπός 3 απομύζηση 4 βύζαγμα 5 αναρρόφηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |