Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsucchiatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sukkjaˈtojo] 1 ζώο του γάλακτος 2 βυζασταρούδι ζώο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |