Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


succintézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sutʧinˈtettsa]

1 συνοπτικότητα
2 βραχυλογία
3 εκφραστική λιτότητα
4 λακωνικότητα
5 περιεκτικότητα
6 συντομία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  succintamente succinto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

succiamele (ουσ αρσ )
succingere (ρ. μτβ.)
succinico (επίθ.)
succino (ουσ αρσ )
succintamente (επίρ.)
succintezza (θηλ.ουσ)
succinto (επίθ.)
succitato (επίθ.)
succo (ουσ αρσ )
succosamente (επίρ.)
succosità (θηλ.ουσ)
succoso (επίθ.)
succube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
succulento (επίθ.)
succursale (θηλ. επίθ και ουσ)
succutaneo (επίθ.)
sucido (επίθ.)
sud (αρσ. επίθ και ουσ)
sudacchiare (ρ.αμτβ.)
sudafricano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---