Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sùccube  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsukkube]

1 σκλάβος
2 άνθρωπος υποχείριο κάποιου
3 θηλυκός δαίμονας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  succoso succulento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

succitato (επίθ.)
succo (ουσ αρσ )
succosamente (επίρ.)
succosità (θηλ.ουσ)
succoso (επίθ.)
succube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
succulento (επίθ.)
succursale (θηλ. επίθ και ουσ)
succutaneo (επίθ.)
sucido (επίθ.)
sud (αρσ. επίθ και ουσ)
sudacchiare (ρ.αμτβ.)
sudafricano (ουσ αρσ )
sudafricano (επίθ.)
sudamericano (ουσ αρσ )
sudamericano (επίθ.)
sudanese (ουσ αρσ )
sudanese (θηλ.ουσ)
sudanese (επίθ.)
sudare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---