Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sudamericàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,sudameriˈkano]

ο Νοτιοαμερικάνος, η Νοτιοαμερικανίδα

sudamericàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,sudameriˈkano]

νοτιοαμερικανικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sudafricano sudanese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sucido (επίθ.)
sud (αρσ. επίθ και ουσ)
sudacchiare (ρ.αμτβ.)
sudafricano (ουσ αρσ )
sudafricano (επίθ.)
sudamericano (ουσ αρσ )
sudamericano (επίθ.)
sudanese (ουσ αρσ )
sudanese (θηλ.ουσ)
sudanese (επίθ.)
sudare (ρ.αμτβ.)
sudario (ουσ αρσ )
sudata (θηλ.ουσ)
sudaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
sudato (επίθ.)
sudcoreano (ουσ αρσ )
sudcoreano (επίθ.)
suddelegare (ρ. μτβ.)
suddetto (επίθ.)
suddiaconato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---