Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sudàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [suˈdarjo]

1 σουδάριο
2 σάβανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sudare sudata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sudamericano (επίθ.)
sudanese (ουσ αρσ )
sudanese (θηλ.ουσ)
sudanese (επίθ.)
sudare (ρ.αμτβ.)
sudario (ουσ αρσ )
sudata (θηλ.ουσ)
sudaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
sudato (επίθ.)
sudcoreano (ουσ αρσ )
sudcoreano (επίθ.)
suddelegare (ρ. μτβ.)
suddetto (επίθ.)
suddiaconato (ουσ αρσ )
suddiacono (ουσ αρσ )
suddistinguere (ρ. μτβ.)
sudditanza (θηλ.ουσ)
suddito (αρσ. επίθ και ουσ)
suddividere (ρ. μτβ.)
suddivisibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---