Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sùcido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsuʧido]

λιπαρός (για μαλλί)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  succutaneo sud  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

succoso (επίθ.)
succube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
succulento (επίθ.)
succursale (θηλ. επίθ και ουσ)
succutaneo (επίθ.)
sucido (επίθ.)
sud (αρσ. επίθ και ουσ)
sudacchiare (ρ.αμτβ.)
sudafricano (ουσ αρσ )
sudafricano (επίθ.)
sudamericano (ουσ αρσ )
sudamericano (επίθ.)
sudanese (ουσ αρσ )
sudanese (θηλ.ουσ)
sudanese (επίθ.)
sudare (ρ.αμτβ.)
sudario (ουσ αρσ )
sudata (θηλ.ουσ)
sudaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
sudato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---