Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


succulènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sukkuˈlɛnto]

1 σαρκώδης
2 νόστιμος
3 χυμώδης
4 ζουμερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  succube succursale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

succo (ουσ αρσ )
succosamente (επίρ.)
succosità (θηλ.ουσ)
succoso (επίθ.)
succube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
succulento (επίθ.)
succursale (θηλ. επίθ και ουσ)
succutaneo (επίθ.)
sucido (επίθ.)
sud (αρσ. επίθ και ουσ)
sudacchiare (ρ.αμτβ.)
sudafricano (ουσ αρσ )
sudafricano (επίθ.)
sudamericano (ουσ αρσ )
sudamericano (επίθ.)
sudanese (ουσ αρσ )
sudanese (θηλ.ουσ)
sudanese (επίθ.)
sudare (ρ.αμτβ.)
sudario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---