Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


succìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sutˈʧinto]

1 επιγραμματικός
2 περιληπτικός
3 συνοπτικός
4 βραχύς
5 σύντομος και σαφής
6 λιγοστός
7 κοντός (για ρούχο)
8 λακωνικός
9 περιεκτικός
10 λιτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  succintezza succitato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

succingere (ρ. μτβ.)
succinico (επίθ.)
succino (ουσ αρσ )
succintamente (επίρ.)
succintezza (θηλ.ουσ)
succinto (επίθ.)
succitato (επίθ.)
succo (ουσ αρσ )
succosamente (επίρ.)
succosità (θηλ.ουσ)
succoso (επίθ.)
succube (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
succulento (επίθ.)
succursale (θηλ. επίθ και ουσ)
succutaneo (επίθ.)
sucido (επίθ.)
sud (αρσ. επίθ και ουσ)
sudacchiare (ρ.αμτβ.)
sudafricano (ουσ αρσ )
sudafricano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---