Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsucchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sukˈkjare] ρουφώ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsucchiare il sangue = ρουφώ το αίμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |