Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsubordinazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [subordinatˈtsjone] 1 υποτέλεια 2 υπαγωγή 3 υποταγή 4 υπεξουσιότητα 5 εξάρτηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |