Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsubsidènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [subsiˈdɛntsa] 1 κατακρήμνιση 2 κατολίσθηση 3 κατάρρευση 4 υποχώρηση εδαφική 5 καθίζηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |