Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subsidènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [subsiˈdɛntsa]

1 κατακρήμνιση
2 κατολίσθηση
3 κατάρρευση
4 υποχώρηση εδαφική
5 καθίζηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subsidente subsonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subornatore (ουσ αρσ )
subornazione (θηλ.ουσ)
subpolare (επίθ.)
subroutine (ουσ αρσ )
subsidente (επίθ.)
subsidenza (θηλ.ουσ)
subsonico (επίθ.)
subtropicale (επίθ.)
subumano (επίθ.)
suburbano (επίθ.)
suburbio (ουσ αρσ )
suburra (θηλ.ουσ)
succedaneo (επίθ.)
succedere (ρ. απρ.)
successibile (ουσ αρσ )
successibile (επίθ.)
successione (θηλ.ουσ)
successivamente (επίρ.)
successivo (επίθ.)
successo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---