Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subnormàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [subnorˈmale]

άνθρωπος μικρότερος του κανονικού

subnormàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [subnorˈmale]

μικρότερος του κανονικού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  submontano suboceanico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sublocatore (ουσ αρσ )
sublocazione (θηλ.ουσ)
sublunare (επίθ.)
subminiaturizzazione (θηλ.ουσ)
submontano (επίθ.)
subnormale (ουσ αρσ και θηλ.)
subnormale (επίθ.)
suboceanico (επίθ.)
subodorare (ρ. μτβ.)
suborbitale (επίθ.)
subordinante (επίθ.)
subordinare (ρ. μτβ.)
subordinata (θηλ.ουσ)
subordinatamente (επίρ.)
subordinativo (επίθ.)
subordinato (αρσ. επίθ και ουσ)
subordinazione (θηλ.ουσ)
subornare (ρ. μτβ.)
subornatore (ουσ αρσ )
subornazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---