Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovrappressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sovrappresˈsjone]

1 πρόσθετη πίεση
2 υπερπίεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrapposizione sovrapprodurre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovrappopolato (επίθ.)
sovrappopolazione (θηλ.ουσ)
sovrapporre (ρ. μτβ.)
sovrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
sovrapposizione (θηλ.ουσ)
sovrappressione (θηλ.ουσ)
sovrapprodurre (ρ. μτβ.)
sovrapproduzione (θηλ.ουσ)
sovrascorrimento (ουσ αρσ )
sovrastampa (θηλ.ουσ)
sovrastampare (ρ. μτβ.)
sovrastampato (επίθ.)
sovrastante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovrasterzante (επίθ.)
sovrasterzata (θηλ.ουσ)
sovrasterzo (επίθ.)
sovrastruttura (θηλ.ουσ)
sovratensione (θηλ.ουσ)
sovreccitabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---