Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovrappopolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sovrappopoˈlato]

1 πυκνοκατοίκητος
2 πυκνοκατοικημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrappopolare sovrappopolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovrano (ουσ αρσ )
sovrano (επίθ.)
sovraoccupazione (θηλ.ουσ)
sovrapponibile (επίθ.)
sovrappopolare (ρ. μτβ.)
sovrappopolato (επίθ.)
sovrappopolazione (θηλ.ουσ)
sovrapporre (ρ. μτβ.)
sovrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
sovrapposizione (θηλ.ουσ)
sovrappressione (θηλ.ουσ)
sovrapprodurre (ρ. μτβ.)
sovrapproduzione (θηλ.ουσ)
sovrascorrimento (ουσ αρσ )
sovrastampa (θηλ.ουσ)
sovrastampare (ρ. μτβ.)
sovrastampato (επίθ.)
sovrastante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovrasterzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---