Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovrappopolazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sovrappopolatˈtsjone]

υπερπληθυσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrappopolato sovrapporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovrano (επίθ.)
sovraoccupazione (θηλ.ουσ)
sovrapponibile (επίθ.)
sovrappopolare (ρ. μτβ.)
sovrappopolato (επίθ.)
sovrappopolazione (θηλ.ουσ)
sovrapporre (ρ. μτβ.)
sovrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
sovrapposizione (θηλ.ουσ)
sovrappressione (θηλ.ουσ)
sovrapprodurre (ρ. μτβ.)
sovrapproduzione (θηλ.ουσ)
sovrascorrimento (ουσ αρσ )
sovrastampa (θηλ.ουσ)
sovrastampare (ρ. μτβ.)
sovrastampato (επίθ.)
sovrastante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovrasterzante (επίθ.)
sovrasterzata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---