Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovrappórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sovrapˈporre]

1 επικαλύπτω
2 υπερκαλύπτω
3 επιβάλλω
4 αλληλεπικαλύπτω
5 τοποθετώ από πάνω
6 τοποθετώ επάνω
7 υπερθέτω
8 επιθέτω

sovrapporsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sovrapˈporsi]

1 επιβάλλομαι
2 κυριαρχώ
3 τίθεμαι επί πλέον
4 είμαι τοποθετημένος από πάνω
5 προστίθεμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrappopolazione sovrapposizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovraoccupazione (θηλ.ουσ)
sovrapponibile (επίθ.)
sovrappopolare (ρ. μτβ.)
sovrappopolato (επίθ.)
sovrappopolazione (θηλ.ουσ)
sovrapporre (ρ. μτβ.)
sovrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
sovrapposizione (θηλ.ουσ)
sovrappressione (θηλ.ουσ)
sovrapprodurre (ρ. μτβ.)
sovrapproduzione (θηλ.ουσ)
sovrascorrimento (ουσ αρσ )
sovrastampa (θηλ.ουσ)
sovrastampare (ρ. μτβ.)
sovrastampato (επίθ.)
sovrastante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovrasterzante (επίθ.)
sovrasterzata (θηλ.ουσ)
sovrasterzo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---