Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovrasterzàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sovrasterˈtsata]

τάση υπερστροφής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrasterzante sovrasterzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovrastampare (ρ. μτβ.)
sovrastampato (επίθ.)
sovrastante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovrasterzante (επίθ.)
sovrasterzata (θηλ.ουσ)
sovrasterzo (επίθ.)
sovrastruttura (θηλ.ουσ)
sovratensione (θηλ.ουσ)
sovreccitabile (επίθ.)
sovreccitabilità (θηλ.ουσ)
sovreccitare (ρ. μτβ.)
sovreccitarsi (ρ.μ. (αντων.))
sovreccitato (επίθ.)
sovreccitazione (θηλ.ουσ)
sovrimporre (ρ. μτβ.)
sovrimposta (θηλ.ουσ)
sovrimpressione (θηλ.ουσ)
sovrimpresso (επίθ.)
sovrintelligibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---