Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovrastruttùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sovrastrutˈtura]

1 άχρηστο συμπλήρωμα
2 υπερδομή
3 εποικοδόμημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrasterzo sovratensione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovrastante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovrasterzante (επίθ.)
sovrasterzata (θηλ.ουσ)
sovrasterzo (επίθ.)
sovrastruttura (θηλ.ουσ)
sovratensione (θηλ.ουσ)
sovreccitabile (επίθ.)
sovreccitabilità (θηλ.ουσ)
sovreccitare (ρ. μτβ.)
sovreccitarsi (ρ.μ. (αντων.))
sovreccitato (επίθ.)
sovreccitazione (θηλ.ουσ)
sovrimporre (ρ. μτβ.)
sovrimposta (θηλ.ουσ)
sovrimpressione (θηλ.ουσ)
sovrimpresso (επίθ.)
sovrintelligibile (επίθ.)
sovrumanamente (επίρ.)
sovrumano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---