Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovrastàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sovrasˈtare]

1 επισκιάζω
2 ξεπερνώ
3 απειλώ
4 προηγούμαι
5 πλεονεκτώ
6 εξέχω
7 δεσπόζω
8 κρέμομαι από πάνω
9 επικρέμαμαι
10 επίκειμαι
11 προεξέχω
12 υπερέχω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrastante sovrasterzante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovrascorrimento (ουσ αρσ )
sovrastampa (θηλ.ουσ)
sovrastampare (ρ. μτβ.)
sovrastampato (επίθ.)
sovrastante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sovrasterzante (επίθ.)
sovrasterzata (θηλ.ουσ)
sovrasterzo (επίθ.)
sovrastruttura (θηλ.ουσ)
sovratensione (θηλ.ουσ)
sovreccitabile (επίθ.)
sovreccitabilità (θηλ.ουσ)
sovreccitare (ρ. μτβ.)
sovreccitarsi (ρ.μ. (αντων.))
sovreccitato (επίθ.)
sovreccitazione (θηλ.ουσ)
sovrimporre (ρ. μτβ.)
sovrimposta (θηλ.ουσ)
sovrimpressione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---