Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovràno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈvrano]

ο μονάρχης

sovràno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soˈvrano]

κυριαρχικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovranità sovraoccupazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovramodulazione (θηλ.ουσ)
sovramoltiplicato (επίθ.)
sovrana (θηλ.ουσ)
sovraneggiare (ρ.αμτβ.)
sovranità (θηλ.ουσ)
sovrano (ουσ αρσ )
sovrano (επίθ.)
sovraoccupazione (θηλ.ουσ)
sovrapponibile (επίθ.)
sovrappopolare (ρ. μτβ.)
sovrappopolato (επίθ.)
sovrappopolazione (θηλ.ουσ)
sovrapporre (ρ. μτβ.)
sovrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
sovrapposizione (θηλ.ουσ)
sovrappressione (θηλ.ουσ)
sovrapprodurre (ρ. μτβ.)
sovrapproduzione (θηλ.ουσ)
sovrascorrimento (ουσ αρσ )
sovrastampa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---