Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovranità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sovraniˈta]

1 ηγεμονία
2 επικράτηση
3 κυριαρχία
4 υπέρτατη πολιτική εξουσία
5 ανωτερότητα
6 υπεροχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovraneggiare sovrano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovramodulare (ρ. μτβ.)
sovramodulazione (θηλ.ουσ)
sovramoltiplicato (επίθ.)
sovrana (θηλ.ουσ)
sovraneggiare (ρ.αμτβ.)
sovranità (θηλ.ουσ)
sovrano (ουσ αρσ )
sovrano (επίθ.)
sovraoccupazione (θηλ.ουσ)
sovrapponibile (επίθ.)
sovrappopolare (ρ. μτβ.)
sovrappopolato (επίθ.)
sovrappopolazione (θηλ.ουσ)
sovrapporre (ρ. μτβ.)
sovrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
sovrapposizione (θηλ.ουσ)
sovrappressione (θηλ.ουσ)
sovrapprodurre (ρ. μτβ.)
sovrapproduzione (θηλ.ουσ)
sovrascorrimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---