Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsovranità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sovraniˈta] 1 ηγεμονία 2 επικράτηση 3 κυριαρχία 4 υπέρτατη πολιτική εξουσία 5 ανωτερότητα 6 υπεροχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |