Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsovèrchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [soˈvɛrkjo] 1 υπερβολή 2 υπεραφθονία sovèrchio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [soˈvɛrkjo] 1 άμετρος 2 υπέρμετρος 3 πλεονασματικός 4 υπερβολικός 5 υπεράφθονος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |