Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovèrchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [soˈvɛrkjo]

1 υπερβολή
2 υπεραφθονία

sovèrchio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soˈvɛrkjo]

1 άμετρος
2 υπέρμετρος
3 πλεονασματικός
4 υπερβολικός
5 υπεράφθονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soverchieria sovesciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soverchiamente (επίρ.)
soverchiante (επίθ.)
soverchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soverchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
soverchieria (θηλ.ουσ)
soverchio (ουσ αρσ )
soverchio (επίθ.)
sovesciare (ρ. μτβ.)
sovescio (ουσ αρσ )
soviet (ουσ αρσ )
sovietico (αρσ. επίθ και ουσ)
sovietizzare (ρ. μτβ.)
sovietizzazione (θηλ.ουσ)
sovietologo (ουσ αρσ )
sovrabbondante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrabbondantemente (επίρ.)
sovrabbondanza (θηλ.ουσ)
sovrabbondare (ρ.αμτβ.)
sovraccaricare (ρ. μτβ.)
sovraccarico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---